Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Cine-σθήματα #2

«4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» («4 luni 3 saptamini si 2 zile»), του Κριστιάν Μουνγκίου.
Ρουμανία, 2007


Επειδή τελευταία γίνεται πολύς λόγος για την ιστορία, η ταινία αυτή έρχεται να μας δείξει ότι μερικές φορές ο κινηματογράφος μπορεί να αποβεί εξίσου διδακτικός με ένα βιβλίο Ιστορίας (ίσως και περισσότερο, αλλά αυτό εξαρτάται από το βιβλίο!).
Μπορεί, επίσης, να μπει κατευθείαν μέσα στις καρδιές μας, να μας αγγίξει, αλλά και να μας δώσει ένα γερό χαστούκι, μια γροθιά στο στομάχι, θυμίζοντάς μας ότι ο κόσμος μπορεί να είναι «αγγελικά πλασμένος», αλλά κατοικείται (και) από επίγειους δαίμονες.
Κι επειδή μέσα στα λοιπά σκουπίδια των ημερών, μας κατακλύζουν και χιλιάδες σινε-σκουπίδια, που παράγονται σωρηδόν από την ακόρεστη σινε-κιμαδομηχανή του Χόλιγουντ (κυρίως), όταν βγαίνουν ταινίες όπως το «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» ξαναθυμάμαι το λόγο που λατρεύω τον κινηματογράφο και ανανεώνω την απόφασή μου κάθε βδομάδα να ξεχύνομαι στους δρόμους και ν’ αναζητώ μικρά «διαμάντια» από κάθε γωνιά του πλανήτη, που θα δώσουν λάμψη όχι στην τσέπη μου, αλλά στην ψυχή μου.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Ρουμανία το 1987, δηλαδή λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος του Νικολάε Τσαουσέσκου. Η… «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας» βρίσκει τους πολίτες της στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης, να μαστίζονται από του κόσμου τα δεινά - «για το καλό τους», φυσικά…

Μεταξύ άλλων, παρουσιάζεται έλλειψη σε βασικά αγαθά. Το ψωμί και άλλα τρόφιμα διανέμονται με δελτίο και ο κόσμος καταφεύγει στη «μαύρη» αγορά για να προμηθευτεί διάφορα προϊόντα που επιθυμεί. Τα μαγαζάκια της «μαύρης» στήνονται στα πιο απίθανα μέρη, όπως, για παράδειγμα, στους κοιτώνες μιας φοιτητικής εστίας και -φυσικά- έξω στο δρόμο. Το ηλεκτρικό ρεύμα κόβεται κάθε μέρα από μια ώρα και μετά, το ίδιο και το γκάζι, οπότε οι νοικοκυρές πρέπει να έχουν μαγειρέψει από νωρίς, αν θέλουν το βράδυ να φάνε ζεστό φαγητό στο σπίτι…

Ο Τσαουσέσκου έχει επιβάλει μια σειρά παράλογων νόμων, όπως π.χ. αυτόν που «τιμωρεί» όσες γυναίκες δεν έχουν παιδιά, με το να τους παρακρατεί κάθε μήνα το 1/10 του μισθού τους! Αντίθετα, επιβραβεύονται από το κράτος οι πολύτεκνες μητέρες, ανακηρυσσόμενες «ηρωίδες»! Τα έμβρυα θεωρούνται «κοινωνική περιουσία». Απαγορεύονται διά νόμου οι εκτρώσεις, αλλά και η χρήση μεθόδων αντισύλληψης. Η υποβολή μιας εγκύου σε άμβλωση επισύρει βαρύτατες ποινές, τόσο για την ίδια, όσο και για εκείνον που πραγματοποιεί την επέμβαση.

Μέσα σ’ αυτό το σχεδόν νοσηρό περιβάλλον τοποθετεί τις ηρωίδες της ταινίας του ο Ρουμάνος Κριστιάν Μουνγκίου. Η Γκαμπίτα (Λόρα Βασιλίου) και η Οτίλια (Αναμαρία Μαρίνκα), νεαρές φοιτήτριες, συγκατοικούν στο ίδιο δωμάτιο της εστίας, η οποία περιλαμβάνει όλα τα… κομφόρ: δωμάτια-κουτιά που στεγάζουν 2, 3 ή 4 άτομα μαζί, κοινά λουτρά για όλους τους φοιτητές κ.λπ.

Η Γκαμπίτα ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος (τον «πατέρα» δεν τον βλέπουμε ποτέ, ούτε γνωρίζουμε ποιος είναι) και αποφασίζει να μην κρατήσει το παιδί. Ταλαντεύεται, όμως, για καιρό κι έτσι η απόφαση έρχεται με καθυστέρηση… 4 μηνών, 3 εβδομάδων και 2 ημερών.
Επειδή, ως γνωστόν, «επιτρέπεται ό,τι απαγορεύεται», το παραεμπόριο που έχει αναπτυχθεί στη ρουμανική κοινωνία της εποχής, περιλαμβάνει και… εκτρώσεις.

Κι αν στις μέρες μας οι εκτρώσεις γίνονται από γυναικολόγους σε ειδικευμένες κλινικές, στη Ρουμανία του ’87 τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Τη «δουλειά» αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας -με το αζημίωτο- άνθρωποι που δεν έχουν απαραίτητα σχέση με την ιατρική επιστήμη! Το «γραφείο» του «γιατρού» είναι συνήθως το αυτοκίνητό του. Εκεί γίνονται οι απαραίτητες συνεννοήσεις. Κι όσο για το χειρουργείο; Τι καλύτερο από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου;

Τις εκτρώσεις μπορούν να τις απαγορεύσουν. Το σεξ, όμως, όχι. Έτσι, στα χρόνια του Τσαουσέσκου, η επιθυμία (κατακριτέα ή μη) μιας εγκύου να απαλλαγεί από το παιδί που κυοφορεί, την αναγκάζει να καταφύγει στην παρανομία, αλλά και να παίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή της, περνώντας από μια εξαιρετικά επικίνδυνη διαδικασία.
Η Οτίλια αναλαμβάνει όλα τα «διαδικαστικά». «Κλείνει» το ξενοδοχείο και συναντά το «γυναικολόγο» που της σύστησε μια άλλη φίλη τους: τον κύριο Μπέμπε (αβίαστοι οι συνειρμοί που προκαλεί το επώνυμό του με τα βρέφη που… ο ίδιος ξεφορτώνεται). Έχει φροντίσει και για την αμοιβή του «γιατρού», δανειζόμενη από φίλους και γνωστούς.

Μόνο που υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο (ή, μάλλον, τον «γυναικολόγο»), διότι ο κ. Μπέμπε βρίσκει πολύ λίγα τα λεφτά και ζητά ως αμοιβή τη σάρκα των δύο νεαρών κοριτσιών… «Ποια θα έρθει πρώτη;», ρωτά κυνικά.

Στη συνέχεια, προχωρεί στην «επέμβαση»: ένας σωλήνας, κάτι σαν καθετήρας, βγαίνει απ’ το δερμάτινο βαλιτσάκι του και τοποθετείται στο σώμα της Γκαμπίτα, με τη βοήθεια των «αποστειρωμένων» με οινόπνευμα «εργαλείων» του… Μια πλαστική σακούλα κάτω από το σώμα της θα βοηθήσει στο να μην τους πάρουν χαμπάρι οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, διότι «μπορεί να υπάρξει ακατάσχετη αιμορραγία και να γεμίσει τα σεντόνια» (Περιττό να αναφερθεί ότι υπάρχει τόση αστυνομοκρατία στη ρουμανική κοινωνία, ώστε οι ξενοδοχοϋπάλληλοι συμπεριφέρονται σχεδόν σαν αστυφύλακες, ελέγχοντας τις ταυτότητες των πελατών κάθε φορά που εκείνοι μπαινοβγαίνουν. Όταν δε κάποιος θέλει να τους επισκεφθεί, πρέπει να… αναγγείλουν την άφιξή του νωρίτερα και εκείνος να παραδώσει την ταυτότητά του στη ρεσεψιόν!)…
Και πότε θα «βγει» το -νεκρό- παιδί; «Μπορεί σε δύο ώρες, μπορεί και σε δύο ημέρες», απαντά κυνικά ο κύριος Μπέμπε, που «απειλεί» τη Γκαμπίτα να μένει διαρκώς εντελώς ακίνητη, διότι «αν βγει ο καθετήρας εγώ δεύτερη φορά δεν τον βάζω»…

Ο Μπέμπε φεύγει, το ίδιο και η Οτίλια, επειδή έχει υποσχεθεί στο αγόρι της να πάει στα γενέθλια της μητέρας του. Με τι καρδιά, όμως, έχοντας λίγα λεπτά πριν σχεδόν βιαστεί; Και με τι μυαλό, γνωρίζοντας ότι η ζωή της φίλης της βρίσκεται σε κίνδυνο; Με την ψυχή στο στόμα φτάνει στο "σπίτι των γενεθλίων". Η σκηνή εκεί (με τους γονείς και τους συγγενείς γύρω από το "γενέθλιο" τραπέζι) αποτελεί μια έξοχη τομή στην κοινωνία της εποχής, στις αντιλήψεις, στα στερεότυπα και στην ψυχοσύνθεση των μελών της.
Η Οτίλια επιστρέφει στο ξενοδοχείο και βρίσκει την Γκαμπίτα «απαλλαγμένη» μια για πάντα από το «βάρος» που κουβαλούσε στα σπλάχνα της… Επιφορτίζεται να φέρει σε πέρας μια ακόμη αποστολή: να ξεφορτωθεί το «παράνομο» νεκρό έμβρυο.

Ο Μουνγκίου εξιστορεί την «Οδύσσεια» της Γκαμπίτα, κρατώντας, όμως, σε πρώτο πλάνο την Οτίλια, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, καταγράφωντας σπαρακτικά τη δική της «Οδύσσεια». Είναι η Οτίλια που θυσιάζεται για τη φίλη της, χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα (εν αντιθέσει με τον κτηνώδη "γυναικολόγο" κύριο Μπέμπε). Δανείζει το κορμί της και τα λεφτά της, υφίσταται τεράστια ψυχολογική πίεση, ρισκάρει ίσως και τη ζωή της, σίγουρα την ελευθερία της, αλλά και το δεσμό της. Εν ολίγοις, περνά για χάρη της μια ψυχική έκτρωση.

Χωρίς στομφώδη κινηματογράφηση, χωρίς φλυαρία (όπως αυτή του παρόντος ποστ, για παράδειγμα…!), ο Μουνγκίου καταφέρνει να δημιουργήσει μια συγκλονιστική ταινία, αφοπλιστική, απλή, οδυνηρή και λυτρωτική, όπως η αλήθεια.

Σκιαγραφεί με απαράμιλλη μαεστρία μια ολόκληρη εποχή (αυτή του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), μια ολόκληρη κοινωνία και τις ψεύτικες προσδοκίες της. Στα 113 λεπτά που διαρκεί, καταφέρνει να περικλείσει μεγάλες καθημερινές αλήθειες, με «πρόφαση» την ιστορία δύο κοριτσιών, που στα χέρια ενός χολιγουντιανού σκηνοθέτη θ’ αποτελούσε έμπνευση για ένα ακόμη θρίλερ «της σειράς»... Και μόνο γι’ αυτές τις αλήθειες, αξίζει κάποιος να τη δει.

Η ταινία βραβεύτηκε στο φετινό Φεστιβάλ των Καννών με το «Χρυσό Φοίνικα». Αποτελεί την πρώτη μιας σειράς ταινιών διαφόρων σκηνοθετών, που εντάσσονται στον κύκλο «Ιστορίες από τη Χρυσή Εποχή» (ο τίτλος αναφέρεται με προφανή ειρωνεία στην περίοδο διακυβέρνησης Τσαουσέσκου).

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Cine-σθήματα

«Control», του Άντον Κόρμπιν.
Μ. Βρετανία, 2007

Δεν είχα καμία σχέση με τη μουσική των Joy Division. Για την ακρίβεια, είχα μόνο ακουστά ότι (κάποτε) υπήρχε αυτό το συγκρότημα. Λογικό, αφού δεν είμαι και το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα φαν της post-punk ροκ βρετανικής μουσικής σκηνής! Ακόμη και για την αυτοκτονία του Ίαν Κέρτις δεν είχα πλήρη εικόνα. Κάτι είχε πάρει το αφτί μου, αλλά μέχρι εκεί. Ωστόσο, η υπόθεση της ταινίας μου κίνησε την περιέργεια κι έτσι αποφάσισα (με εντελώς δημοκρατικές διαδικασίες!) να πάρω τη συντροφιά μου και να τη δούμε.

Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή «βιογραφική ταινία» και σίγουρα δεν πρόκειται για μια «μουσική ταινία». Για μια ταινία με πολλή μουσική, ίσως. Η μουσική, όμως, είναι μόνον η αφορμή για την έναρξη ενός μαγευτικού ταξιδιού σ’ ένα από τα πιο σκοτεινά, μελαγχολικά και δημιουργικά μυαλά της διεθνούς μουσικής σκηνής που αποτυπώθηκαν ποτέ στο κινηματογραφικό πανί. Το ψυχογράφημα του Ίαν Κέρτις είναι μόνο η πρόφαση για τη σκιαγράφηση μιας ολόκληρης εποχής, μιας ολόκληρης κουλτούρας και μιας ολόκληρής γενιάς.

Ο Κέρτις είναι ένα «λαϊκό» παιδί που μεγαλώνει σε μια γειτονιά του Μάντσεστερ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 εντάσσεται στους Joy Division ως frontman, διατηρώντας, παράλληλα, την πρωινή δουλειά του στο κρατικό γραφείο ευρέσεως εργασίας. Λίγο μετά τα 20 του χρόνια, ερωτεύεται και παντρεύεται «εν ριπή οφθαλμού» ένα εξίσου «λαϊκό» κορίτσι, τη Ντέμπορα, η οποία σύντομα φέρνει στον κόσμο το παιδί τους.

Γρήγορα γίνεται εμφανές ότι ο ταλαντούχος, ευαίσθητος και ασταθής συναισθηματικά και ψυχολογικά Ίαν δεν μπορεί να διαχειριστεί το μέγεθος της επιτυχίας που έρχεται, δεν μπορεί, ουσιαστικά, να διαχειριστεί τη ζωή του. Τα ναρκωτικά, η επιληψία και η διαταραγμένη του ψυχοσύνθεση είναι τα φαντάσματα που τον στοιχειώνουν καθημερινά και μέρα με τη μέρα πολλαπλασιάζονται, οδηγώντας τον τελικά σε αδιέξοδο. Φτάνει στο σημείο να πει στη γυναίκα του ότι δεν την αγαπά, εξωθώντας την στα πρόθυρα της απόγνωσης. Την ίδια στιγμή, γνωρίζει και ερωτεύεται τη Βελγίδα Ανίκ, συνάπτοντας μαζί της ερωτικό δεσμό.

Η καταθλιπτική του συμπεριφορά τον αποξενώνει όλο και περισσότερο από τους γύρω του, κυρίως από τον ίδιο τον εαυτό του. Οι επιληπτικές κρίσεις πάνω στη σκηνή πληθαίνουν και το τέλος δεν θ’ αργήσει να ‘ρθει. Μετά από έναν καβγά με τη γυναίκα του, εκείνη εγκαταλείπει το σπίτι και την επόμενη που επιστρέφει, τον βρίσκει κρεμασμένο. Ήταν μόλις 23 ετών…

Ο λυρισμός της ταινίας ξεχειλίζει καθ’ όλη τη διάρκεια των 120 λεπτών. Η ατμοσφαιρική ασπρόμαυρη φωτογραφία εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το στόρι και οι δυνατές ερμηνείες -με αποκορύφωμα τον συγκλονιστικό Σάμ Ρίλεϊ, που υποδύεται τον Κέρτις- απογειώνουν το όλο εγχείρημα.