Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Περί κριτικής κινηματογράφου

Πόσοι από εμάς δεν έχουμε πιάσει τον εαυτό μας, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μας, να λέει: «αμάν πια μ’ αυτή την παλιοδουλειά! Ζωή είναι αυτή; Μακάρι να μπορούσα να κάθομαι όλη μέρα, να τρώω συνέχεια σε εστιατόρια τζάμπα, να βλέπω κάθε μέρα τζάμπα θέατρο και τζάμπα σινεμά και να με πληρώνουν κι από πάνω!»; Στη συνέχεια, βέβαια, επιστρέφουμε στην πραγματικότητα, μονολογώντας (με ένα ειρωνικό γλυκόπικρο μειδίαμα): «αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται…».

Κανείς μας, όμως, δεν σκέφτεται εκείνη τη στιγμή ότι αυτά, εκτός από τα παραμύθια, συμβαίνουν και στην πραγματική ζωή! Ότι υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνονται για να τρώνε, πληρώνονται για να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, πληρώνονται για να παρακολουθούν κινηματογραφικές ταινίες. Ποιοι είναι αυτοί; Οι κριτικοί γεύσης (ή γευσιγνώστες), οι κριτικοί θεάτρου και οι κριτικοί κινηματογράφου, αντίστοιχα.

Θα εστιάσω στους τελευταίους. Εξετάζοντας το ζήτημα από τη δική τους σκοπιά, παραδέχομαι ότι το επάγγελμά τους δεν είναι (πάντα) τόσο ελκυστικό, ρόδινο και ονειρικό, όσο ηχεί στ’ αφτιά ενός απλού ανθρώπου, πολλώ μάλλον ενός μανιώδους σινεφίλ («α, τον κωλόφαρδο! Θα έδινα τα πάντα για να το κάνω κι εγώ!»).

Δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο να πρέπει πολλές φορές μέσα στην εβδομάδα να ξυπνήσεις πρωινιάτικα και να τρέχεις να προλάβεις τη δημοσιογραφική προβολή, βγαίνοντας να πρέπει να δεις άλλη ταινία και μετά κι άλλη κι έπειτα να πρέπει να πας στο σπίτι ή στο γραφείο, να ανατρέξεις στις σημειώσεις σου και σε άλλες πηγές (ίντερνετ, κινηματογραφικά βιβλία και λεξικά, αρχείο, «πρες κιτ» ταινίας κ.λπ.) και να γράψεις γρήγορα κριτικές για τις ταινίες που είδες (διότι το αργότερο αύριο το πρωί πρέπει να παραδώσεις τα κομμάτια στην εφημερίδα, επειδή κλείνει η ύλη). Ακούγεται σα «γλυκό μαρτύριο», όμως παραμένει μαρτύριο.

Δεν σας έχει τύχει να μην έχετε καθόλου διάθεση για σινεμά (επειδή σας πονάει το κεφάλι σας, το δοντάκι σας κ.λπ.) και να λέτε στην παρέα σας: «απόψε σινεμά; Με καμία κυβέρνηση (μόνο με του Καρατζαφέρη!)!»; Ε, λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να πάνε οπωσδήποτε σινεμά (ναι, επί κυβερνήσεως Καραμανλή!) και να γράψουν κι από πάνω και… έκθεση ιδεών μετά! Διότι, αν δεν το κάνουν, την επόμενη φορά που θα πάνε σινεμά θα πρέπει να στηθούν στην ουρά και να κόψουν εισιτήριο… Με τι λεφτά, όμως;
,
Αυτά για την απομυθοποί-ηση του επαγγέλματος του κριτικού κινηματογρά-φου. Ποιοι είναι, όμως, αυτοί οι άνθρωποι που μπαίνουν κάθε Πέμπτη στα σπίτια μας (μέσα από εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και ίντερνετ) και προσπαθούν να μας «επιβάλουν» την άποψή τους για τις ταινίες της εβδομάδας και να μας πουν σε ποιο έργο θα «σκάσουμε» τα 8 ευρώ μας (2.726 δραχμές!) και σε ποιο όχι; Ποιοι είναι αυτοί που «το παίζουν» ξερόλες και γκουρού της Έβδομης Τέχνης; Ποιοι είναι αυτοί που μοιράζουν αδιακρίτως «αστεράκια», που κρίνουν το έργο ενός δημιουργού και το ανεβάζουν στα σύννεφα (με 5 αστεράκια) ή το ρίχνουν στα τάρταρα (με το περίφημο «κουτάκι» ή «Χ»); Τι γνώσεις έχουν; Τι υπόβαθρο; Τι σπουδές;
,
Αν το επάγγελμα του δημοσιογράφου είναι ασαφές ως προς τα προσόντα που απαιτούνται για να το ακολουθήσει κάποιος, αυτό του κριτικού είναι ξέφραγο αμπέλι! Δεν απαιτείται κανένα απολύτως τυπικό (ούτε ουσιαστικό;) προσόν για να «βαπτιστεί» κάποιος κριτικός κινηματογράφου και με τόση ευκολία ν’ αρχίσει να… βρέχει (άστρα) επί δικαίους και αδίκους.
,
Διεθνώς επικρατεί η άποψη ότι το επάγγελμα του κριτικού είναι παρασιτικό. Ότι, δηλαδή, οι κριτικοί ζουν εις βάρος άλλων (των κινηματογραφιστών, εν προκειμένω) και βγάζουν το ψωμί τους… έχοντας απλώς άποψη για το έργο κάποιου άλλου. Δεν δημιουργούν ποτέ. Κρίνουν, όμως, τις δημιουργίες των άλλων. Είναι στο απυρόβλητο, αλλά εκείνοι με την πένα τους είναι ικανοί να καταστρέψουν το έργο ή την καριέρα κάποιου άλλου ανθρώπου.

Με ποια κριτήρια, άραγε, γράφουν τις κριτικές τους (κι εδώ έρχονται πάλι τα ερωτήματα περί πολιτισμικού και μορφωτικού υποβάθρου, περί κουλτούρας κ.λπ.); Υποτίθεται ότι είναι άνθρωποι «ειδικοί» σε έναν χώρο, «επιστήμονες» τρόπον τινά, και, συνεπώς, όσα γράφουν θα έπρεπε να είναι με τον ίδιο τρόπο «επιστημονικά» τεκμηριωμένα.

Με λίγα λόγια, οι κριτικοί κινηματογράφου (πρέπει να) είναι κάτι πολύ περισσότερο από «επαγγελματίες θεατές» (και είναι λάθος να χρησιμοποιείται αυτή η «χαριτωμενιά» ως δικαιολογία από ορισμένους εξ’ αυτών). Όσο κι αν σε κάθε έκφανση της ζωής μας ενυπάρχει ο παράγοντας της υποκειμενικότητας, υπάρχουν, ρε γαμώτο, και κάποια αντικειμενικά και πολύ συγκεκριμένα κριτήρια βάσει των οποίων ένα (οποιοδήποτε) έργο πρέπει να αξιολογείται και να κρίνεται. Πώς, λοιπόν, γίνεται αυτοί ακριβώς οι «επιστήμονες» να αξιολογούν το ίδιο ακριβώς κινηματογραφικό έργο με τα ίδια ακριβώς -υποτίθεται- κριτήρια και το αποτέλεσμα να είναι τόσο, μα τόσο διαφορετικό; Πώς γίνεται σε μια ταινία ο ένας κριτικός να βάζει πέντε αστεράκια κι ο άλλος ένα;

Θέλετε παραδείγματα; Θα παραθέσω ένα μόνο – το πιο πρόσφατο: αυτή την εβδομάδα βγήκε στις αίθουσες (μαζί με επτά ακόμη έργα) η ταινία «Η Ομίχλη» («The Mist»), του σκηνοθέτη Φρανκ Ντάραμποντ. Ο γνωστός κριτικός κινηματογράφου Δημήτρης Δανίκας τη βαθμολόγησε με 5 αστεράκια («αριστούργημα») και ο -επίσης γνωστός- συνάδελφός του Ηλίας Φραγκούλης τη βαθμολόγησε με 1 αστεράκι («μέτρια»). Μιλάμε, δηλαδή, για ασύλληπτη απόκλιση (τελικά, αυτή η ταινία είναι «διαμάντι» ή «μάπα»;)… Και δεν είναι η μόνη. Παρόμοια παραδείγματα (είτε τόσο, είτε λιγότερο «κραχτά») συναντά κανείς κάθε εβδομάδα, σε πολλές ταινίες, αν συγκρίνει τις κριτικές όλων των εντύπων. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα γενικευμένο και όχι μεμονωμένο φαινόμενο.

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις, που χρόνια τριγυρνούν στο μυαλό μου, αποτέλεσε ένα σχόλιο αναγνώστη της διαδικτυακής έκδοσης του περιοδικού «Αθηνόραμα» (αναφέρεται στην ταινία «Ακραίες καταστάσεις» [«The air I breathe»], του σκηνοθέτη Τζιέχο Λι). Το παραθέτω αυτούσιο (διατηρώντας ορθογραφία και στίξη):

«Τι θα γίνει ρε παιδια με εσάς τους ''''ξερόλες'''' κριτικούς; Μια ζωή θα διαφέρετε τόσο πολύ από τις απόψεις του κοινού; Χρηματίζεστε και θάβετε τις ταινίες των οποίων οι παραγωγοί δεν σας κάθονται; Είναι δυνατόν το imdb να δίνει 9.3/10 (έστω και με δείγμα 993 ανθρώπων) και εσείς 1/5!!! Πώς γίνεται το κοινό να δίνει 4,5/5 (4 άνθρωποι είναι εντελώς...άσχετοι και ακαλλιέργητοι); Έλεος πια! Αλλάξτε επάγγελμα! Ό,τι δεν είναι Ευρωπαϊκό ή ... Περσικό είναι άχρηστο στον κινηματογράφο για κάτι Δανίκες και Μικελίλιδες! Δημοκρατία έχουμε ο καθένας μπορεί να δηλώνει ό,τι θέλει. Και έτσι είναι το σωστό. Αλλά είστε μια κάστα που το έχετε ξεφτιλήσει....Πείστε μας ό,τι το βλέπετε επιστημονικά το θέμα και το ξανασυζητάμε. Μέσα από τις κριτικές σας δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Και εν πάσει περιπτώσει τι μπορεί να πει κάποιος περί...ορέξεως; Σας βαρέθηκα...Ενημερώστε μας, βοηθήστε μας να κρίνουμε καλύτερα. Μη διαφέρετε απλά για να ... δικαιολογείτε το επάγγελμά σας».

Ομολογώ ότι απόψεις σαν του συγκεκριμένου ανθρώπου έχω ακούσει δεκάδες φορές σε συζητήσεις που κατά καιρούς είχα (ακόμη και με ανθρώπους του χώρου!). Είναι προφανές ότι εγείρεται μείζον ζήτημα. Ζήτημα όχι τόσο ως προς την αξιοπιστία και την «ακεραιότητα» των κριτικών, όσο ως προς την επανεξέταση ή/και αναθεώρηση του ρόλου τους.

Αν το εξετάσει κάποιος «ψυχρά» (ενδεχομένως και επιπόλαια), θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δύο τινά συμβαίνουν: είτε πρόκειται για ανθρώπους άσχετους με το αντικείμενο, ανεπαρκείς και ακατάλληλους, είτε για ανθρώπους διεφθαρμένους, που χρηματίζονται από εταιρείες διανομής και παραγωγής ταινιών για να «θάβουν» ή να «απογειώνουν» ταινίες (βεβαίως αναφέρομαι αποκλειστικά σε περιπτώσεις κριτικών που… προκαλούν καθ’ έξιν το δημόσιο αίσθημα). Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα. Τουλάχιστον θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι έτσι. Κάτι συμβαίνει, όμως. Κάτι που δεν πρέπει να παραβλέψουμε.

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι το επάγγελμα του κριτικού κινηματογράφου σήμερα φθίνει και διέρχεται μεγάλη κρίση. Για την ακρίβεια, θεωρώ ότι δεν υπάρχουν πια κριτικοί κινηματογράφου, με την αρχική έννοια του όρου: την έννοια ενός βαθιά καλλιεργημένου ανθρώπου -εγκυκλοπαιδικά και κινηματογραφικά-, με ήθος και επίγνωση, που έχει «φάει με το κουτάλι» το σινεμά, έχει περάσει ώρες ατέλειωτες μέσα σε σκοτεινές αίθουσες και άλλες τόσες πάνω από βιβλία για τον κινηματογράφο και, απαλλαγμένος από συμπλέγματα, εμμονές και εξαρτήσεις, είναι σε θέση να γράψει ένα κείμενο που απλά θα εξηγεί στον θεατή τι είναι αυτό που πρόκειται να δει (ή να μη δει) και πού αυτό τοποθετείται (κοινωνικά, πολιτικά, κινηματογραφικά). Ένα κείμενο που θα τον βοηθά να «προχωρήσει» τη σκέψη του και να διευρύνει τους ορίζοντές του και τις προσλαμβάνουσές του ως προς την «ανάγνωση» και την ερμηνεία μιας ταινίας. Θα τον βοηθά, δηλαδή, να έχει κριτική και προοδευτική σκέψη, να βάζει κρησάρα, μα όχι να έχει παρωπίδες.

Τέτοιοι κριτικοί ήταν, για παράδειγμα, ο Βασίλης Ραφαηλίδης και ο Μπάμπης Ακτσόγλου (φωτογραφία). Με το θάνατο του τελευταίου, στις 18 Ιανουαρίου (τρέχοντος έτους), θα έλεγα ότι έκλεισε ο κύκλος αυτής της «σχολής» κριτικών. Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε μάλλον κινηματογραφικούς ρεπόρτερ, κινηματογραφικούς συντάκτες, αν προτιμάτε, παρά κριτικούς κινηματογράφου. Το επάγγελμα ακολουθεί -σε ένα μεγάλο βαθμό- τις επιταγές του μάρκετινγκ και του λάιφ-στάιλ. Οι «κριτικές», στα περισσότερα έντυπα, είναι παραδομένες στην ευκολία της προχειρότητας ή/και του κενού εντυπωσιασμού, του «δήθεν» και της ψευδο-κουλτούρας. Συσκοτίζουν, παρά διαφωτίζουν. Αποπροσανατολίζουν, παρά αποσαφηνίζουν. (Προσπαθούν να) κατευθύνουν, παρά (να) σε βοηθούν να διαμορφώσεις τη δική σου άποψη. Δεν περνούν από την απαραίτητη δημοσιογραφική (και κριτική!) βάσανο. Μάλλον αυτό που κάνουν είναι να… βασανίζουν τους αναγνώστες-υποψήφιους θεατές. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη οι εξαιρέσεις. Γιατί, όμως, να μην αποτελούν τον κανόνα;

Τελειώνοντας, παραθέτω το άρθρο με τίτλο «Τα blogs, οι κριτικοί και ο Σφήκας» που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» ο κριτικός κινηματογράφου Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, στις 29 Νοεμβρίου 2007, τέσσερις ημέρες μετά τη λήξη του 48ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Πρόκειται για ένα πρόσωπο (από τους πιο παλιούς «ενεργούς» στο χώρο) που έχει δεχθεί έντονη κριτική (κυρίως από συναδέλφους του). Το κείμενό του, όμως, αποτυπώνει μεγάλες αλήθειες, που πονάνε (κάποιους)…
,
«Αυτό που έδειξε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στις έντεκα μέρες που έμεινα στη συμπρωτεύουσα και το παρακολούθησα από την αρχή ως το τέλος είναι ότι τα πράγματα αλλάζουν ριζικά κι ανεπιστρεπτί. Το Φεστιβάλ γίνεται όλο και καλύτερο, μα με εντελώς διαφορετική νοοτροπία από εκείνη που ξέραμε και το καταδίκαζε στη μιζέρια και την ανέχεια. Τα πράγματα αλλάζουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εξελίσσονται. Κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, απλώς τον αποβάλλει, τον ξεπερνά το σύστημα. Οι γραφικοί φασαριόζοι του παρελθόντος εξαφανίστηκαν ήδη και οι υπάρχοντες όλο και δυσκολεύονται να βρουν ακροατήριο ή να ανανεώσουν το ήδη υπάρχον. Προβλέπω σε πολύ λίγα χρόνια να έχουν αλλάξει άρδην τα πράγματα. Όλα αλλάζουν. Και το δικό μου επάγγελμα. Δεν είναι δυνατόν το 2007 κριτικοί να βραβεύουν τις «μεταμορφώσεις» του Κώστα Σφήκα. Ποιος κοροϊδεύει ποιον και με τι κριτήρια γίνονται όλα αυτά; Εγώ προσωπικά δεν είμαι μέλος από χρόνια της ένωσης που βράβευσε το παραπάνω.
Σκέφτομαι, όμως, κάτι άλλο, καθώς βλέπω τα πράγματα να τρέχουν. Ότι το Internet και τα blogs που τα κοροϊδεύουν όσοι τα φοβούνται, αλλάζουν την εικόνα και το επάγγελμα της κριτικής, το οποίο δεν ξέρω για πόσα χρόνια ακόμα θα είναι «επάγγελμα». Τι μπορούν να πουν αυτοί οι κριτικοί στα νέα παιδιά που σερφάρουν και εκφράζουν γνώμες για το σινεμά στο Διαδίκτυο; Τι θα μπορούσαν να πουν σε μένα, αν στην ηλικία των 17 και των 20 είχα τη δυνατότητα να διατυμπανίζω τη γνώμη μου ελεύθερα; Στη δική μου εποχή, όταν ήμουν 17 χρονών, για να διατυπώσεις γνώμη έπρεπε απευθείας να γίνεις κριτικός. Σήμερα, οι σπουδαστές, οι φοιτητές, τα κινηματογραφικά ψώνια, αυτό που ήμουν κι εγώ, έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν.
Φτιάχνουν το blog τους κι επικοινωνούν με όσους θέλουν την επικοινωνία τους, χωρίς να απολογούνται σε διανομείς, σε σκηνοθέτες, σε φορείς.
Αυτά τα είδα στη Θεσσαλονίκη. Και θα τα δούμε εντονότερα στο μέλλον. Όποιος δεν το έχει καταλάβει, θα μείνει μόνος του να παραμιλά με την κασέτα που κατάπιε για το «Δράκο», την «Ευδοκία» και τον «Πολίτη Κέιν», ενώ στο σπίτι του θα καταναλώνει χολιγουντιανές τηλεοπτικές σειρές, θα παρακαλά τις εταιρίες-διανομείς για κανένα χολιγουντιανό ταξιδάκι και έτοιμη συνέντευξη με κάποιον αστέρα, αλλά προς τα έξω θα βραβεύουν τον Σφήκα. Ε, ρε blog που (τους) χρειάζεται…».

8 σχόλια:

Nathalie είπε...

Διαφωτιστικό και άκρως ενδιαφέρον ποστ.Το τελευταίο κείμενο ειδικά τα λέει όλα νομίζω..

Ανώνυμος είπε...

Ο Ακτσόγλου ηταν φοβερός κριτικός. Ο καλύτερος ever.
Όσο για τις διαπιστώσεις σου, δυστυχώς ειναι πραγματικές.

Εν Πλω είπε...

Nathalie,

Μα το τελευταίο κείμενο είναι το μόνο που δεν είναι δικό μου... :(
Αστειεύομαι, φυσικά! :D
Σ' ευχαριστώ.

Φαίδρα,

Χάρη (και) στον Μπάμπη Ακτσόγλου έμαθα ν' αγαπάω το καλό (όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ) σινεμά!

Marina είπε...

Ενας φίλος μου συγγραφέας είχε πεί ότι όλοι οι κριτικοί λογοτεχνίας είναι αποτυχημένοι συγγραφείς βιβλίων!!!
Για το τι συμβαίνει στο κόσμο του θεάματος δεν είμαι κατατοπισμένη, στο χώρο όμως της γεύσης ΕΙΜΑΙ.
Δές εδώ (http://eatingoutingreece.blogspot.com/2007/10/blog-post.html).

Εν Πλω είπε...

Και, αναμφίβολα, πολλοί κριτικοί κινηματογράφου θα ήθελαν να κάνουν μια ταινία.
Ενδιαφέρον το λινκ σου. Δεν αποκλείεται να συμβαίνει το ίδιο και στο χώρο της κριτικής κινηματογράφου (νομίζω, όμως, όχι σε μεγάλο βαθμό).

Iliaxtida είπε...

νομιζω οτι εχω μπροστα μου ενα απο ατ καλυτερα σου ποστ.Αυτα τα ερωτηματα με απασχολουν πολυ συχνα,και μαλιστα τα συζητουσα προσφατα με ενα φιλο μου,πως γινεται δλδ να υπαρχει τοσο μεγαλη αποκλιση μεταξυ των αποψεων των κριτικων.
Σιγουρα πλεον τα πραγματα ειναι πολυ διαφορετικα, και το γεγονος οτι ο καθενας μπορει να εκφραζει τη γνωμη του ελευθερα ειναι πολυ καλο, απλα πρεπει κι εμεις να επιλεγουμε ποιου τη γνωμη θα ακουσουμε και αν μπορουμε να πουμε τη δικη μας χωρις να αδικουμε κανεναν.

Εν Πλω είπε...

Συμφωνώ απόλυτα. Η ελευθερία της έκφρασης είναι κατάκτηση της δημοκρατίας - αλλά οι δημοκρατίες κρίνονται (και) από την ποιότητα του εκφερόμενου λόγου.
Δεν θα έπρεπε να μιλάει ο οποιοσδήποτε για το οτιδήποτε - αλλά ακόμη κι αν το κάνει, είναι στο χέρι μας να τον απομονώσουμε (αγνοώντας τον) και να μην του δώσουμε τη δύναμη να συνεχίσει. Σε τελική ανάλυση, βοηθά πάντα να γνωρίζουμε ποιος λέει τι και γιατί το λέει.
Αυτά τα εντάσσω σ' ένα γενικότερο πλαίσιο - δεν αφορούν μόνο στην κριτική κινηματογράφου.

Επί του θέματος, τώρα, το... θέατρο (ή, μάλλον, το σινεμά!!!) του παραλόγου συνεχίστηκε και αυτή την εβδομάδα:
"My blueberry nights": Μικελίδης 4 αστέρια, Εκσιέλ 1,5 αστέρι.
Κι είναι μόνο ένα ακόμη παράδειγμα...

Υ.Γ.: Σ' ευχαριστώ :)

Ανώνυμος είπε...

Найти лучшее: скачать promvent